- μιξαρχαγέτας
- μιξ-αρχᾱγέτας, ου, ὁ, Arg. name of Castor, as beingA a tribe-hero ([etym.] ἀρχαγέτας) only in union with his brother, Plu.2.296f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτας, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Κάστορος στους Αργεί ους) αυτός που είναι αρχηγέτης μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἀρχαγέτας] … Dictionary of Greek
μιξαρχαγέτας — μιξαρχαγέτᾱς , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc pl μιξαρχαγέτᾱς , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξαρχαγέταν — μιξαρχαγέτᾱν , μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc sg (epic doric aeolic) μιξαρχαγέτας a tribe hero masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek